Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

«Μαθήματα» από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Του ΠΟΛΥΜΕΡΗ ΒΟΓΛΗ 

Το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, όπως είναι η πλήρης ονομασία του ναζιστικού κόμματος, εισβάλει ξαφνικά στην κεντρική πολιτική σκηνή της Γερμανίας στις εκλογές του 1930. Ενώ μέχρι τότε ήταν ένα μικρό κόμμα, τότε μετατρέπεται σε μεγάλη πολιτική δύναμη. Στις εκλογές του 1928 το ναζιστικό κόμμα είχε λάβει 809.000 ψήφους (2.5%) και είχε εκλέξει 12 βουλευτές, δύο χρόνια μετά έλαβε 6.400.000 ψήφους (18.3%) και είχε εκλέξει 107 βουλευτές. Τον Ιούλιο του 1932, δύο χρόνια μετά, επρόκειτο να γίνει το πρώτο κόμμα με το εντυπωσιακό ποσοστό 37,4%.

Το ναζιστικό κόμμα ήταν ένα σχετικά καινούργιο κόμμα, είχε ιδρυθεί το 1920 ως μετεξέλιξη του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος το οποίο είχε ιδρυθεί το 1919. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα ήταν ένα από τα πολλά εθνικιστικά κόμματα και οργανώσεις που είχαν ξεπηδήσει μετά τη λήξη του Α ΠΠ και την ήττα της Γερμανίας. Ο εθνικισμός, είχε βαθιές ρίζες στη Γερμανία όπως και σ’ όλη την Ευρώπη, αλλά δεν υποχώρησε λόγω του πολέμου αντίθετα μετά το 1918 διαδόθηκε και έγινε πολύ πιο επιθετικός. Οι λόγοι για τον παροξυσμό του εθνικισμού στη Γερμανία ήταν βασικά δύο: αφενός η ήττα της Γερμανίας και η συνθήκη των Βερσαλλιών και αφετέρου η απειλή του κομμουνισμού. Το ναζιστικό κόμμα θα μπολιάσει τον εθνικισμό με τον αντισημιτισμό, ο οποίος είχε ιδιαίτερη απήχηση στη γερμανική κοινωνία.

Ο ναζισμός έχει απήχηση, όπως έχει επισημάνει ο Πάξτον σε μια εξαιρετική μελέτη του, επειδή δεν απευθύνεται τόσο στη λογική όσο στα υφέρποντα πάθη και το συναίσθημα. Στις ομιλίες του ο Χίτλερ συστηματικά και επιδέξια καλλιεργούσε τα συναισθήματα του φόβου και του μίσους. Από τη μια ήταν ο φόβος της κοινωνικής αποσύνθεσης και της ηθικής και βιολογικής παρακμής του έθνους, ο κίνδυνος των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών που κινούνταν συνωμοτικά κατά της πατρίδας και της φυλής. Από την άλλη πλευρά ήταν το μίσος ως κίνητρο για τη δράση εναντίον όλων όσοι ήταν υπεύθυνοι για την παρακμή του έθνους.

Η άνοδος της δύναμης του ναζιστικού κόμματος στη δεκαετία του 1920 μπορεί να μην ήταν εντυπωσιακή αλλά πάντως ήταν αξιοπρόσεκτη. Το 1921 είχε 3.000 μέλη, δύο χρόνια αργότερα το 1923 είχε 55.000 μέλη. Την ίδια εποχή είναι που θα επιχειρήσει για πρώτη φορά να εισβάλει βίαια στην κεντρική πολιτική σκηνή, με το «πραξικόπημα της μπιραρίας» στο Μόναχο, το Νοέμβριο του 1923. Ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή αλλά βγήκε 8 μήνες μετά την καταδίκη του. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα τέθηκε εκτός νόμου, αλλά το 1925 ήταν ξανά νόμιμο. Η ευμένεια της δικαιοσύνης απέναντι στους εθνικιστές και τους ναζί οφείλεται στο ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης σε όλους τους τομείς και τους θεσμούς, όπως στρατός, εκπαίδευση, δικαιοσύνη συνέχισε να στελεχώνεται από ανθρώπους που είχαν υπηρετήσει τον Κάιζερ. Έτσι, στην καρδιά των θεσμών, συνέχισαν να υπηρετούν άτομα κυρίως από ανώτερα στρώματα, γαλουχημένοι με τα ιδανικά του εθνικισμού και της αυτοκρατορίας, συντηρητικοί, χωρίς καμιά εμπιστοσύνη στη δημοκρατία.

Η οικονομική κρίση του 1929 έθεσε σε δοκιμασία το πολιτικό σύστημα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο «συνασπισμός» της Βαϊμάρης, δηλαδή η συνεργασία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με τα φιλελεύθερα-κεντρώα κόμματα (το Κόμμα του Κέντρου, το Δημοκρατικό Κόμμα και το Λαϊκό Κόμμα) κλονίστηκε. Σχηματοποιώντας λίγο, θα έλεγα ότι στο υπόβαθρο της πολιτικής κρίσης ήταν η διάλυση της συναίνεσης μεταξύ εργατικών και μεσαίων στρωμάτων, που εκφραζόταν μέσα από το «συνασπισμό» της Βαϊμάρης. Οι διαφωνίες για την αντιμετώπιση της ανεργίας και του δημοσιονομικού προβλήματος θα βρεθεί στο επίκεντρο της διαμάχης των εταίρων της κυβέρνησης Μύλλερ. Από τη μια πλευρά οι Σοσιαλδημοκράτες υποστήριζαν την αύξηση της φορολογίας για να καλυφθούν οι δαπάνες των επιδομάτων ανεργίας, και από την άλλη το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα που υποστήριζε μείωση των επιδομάτων της ανεργίας και αύξηση των εισφορών των εργαζομένων. Η πτώση της κυβέρνησης Μύλλερ τον Μάρτιο του 1930 ήταν η αρχή του τέλους της Βαϊμάρης. Η πολιτική του επόμενου καγκελάριου Μπρύνινγκ κινήθηκε στην κατεύθυνση της συντριβής του κοινωνικού κράτους που είχε οικοδομηθεί στα χρόνια της Βαϊμάρης. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά: ούτε η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας βελτιώθηκε, ενώ η ανεργία σημείωσε ρεκόρ φθάνοντας το 40% του ενεργού πληθυσμού το 1932. Πάντως δεν ήταν οι άνεργοι αυτοί που στράφηκαν στον Χίτλερ. Το 1932 το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων του Ναζιστικού Κόμματος προερχόταν από τα μεσαία στρώματα και τις αγροτικές περιοχές –άλλωστε τα 2/3 των μελών του Ναζιστικού Κόμματος προερχόταν από μικροαστικά στρώματα. Άρα δεν ήταν η ανεργία και η περιθωριοποίηση που έσπρωξαν ένα μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας στους ναζί, αλλά περισσότερο ο φόβος της προλεταριοποίησης των μεσαίων στρωμάτων.

Υπήρχε δυνατότητα να αποτραπεί η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία; Το ενδιαφέρον είναι ότι η εκλογική δύναμη του ναζιστικού κόμματος για πρώτη φορά φαινόταν να συρρικνώνεται. Μεταξύ των εκλογών του Ιουλίου και του Νοεμβρίου 1932 το ποσοστό του μειώθηκε κατά 10%. Για μια σειρά από λόγους τα κόμματα δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ. Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας σε βάρος της κοινοβουλευτικής και η πολιτική αστάθεια, οδήγησαν τα συντηρητικά κόμματα να αναζητήσουν αυταρχικές λύσεις. Προτιμήθηκε η λύση Χίτλερ επειδή θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να τον ελέγχουν. Εάν οι αστικές δυνάμεις ήταν διατεθειμένες να συνεργαστούν με τον Χίτλερ, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπόρεσαν να συνεργαστούν για να αποτρέψουν αυτήν την εξέλιξη.

Η συζήτηση για την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία και την κατάλυση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης νομίζω ότι μπορεί να είναι πολλαπλά χρήσιμη σήμερα. Ο ναζισμός δεν αναπτύχθηκε σε «ιστορικό κενό», δεν έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία των Γερμανών ούτε ήταν απλά το επίτευγμα ενός παράφρονα δημαγωγού. Ο ναζισμός εμφανίστηκε σε ένα περιβάλλον που ήταν ήδη πολύ διαδεδομένες οι ιδέες του εθνικισμού, του αντικομουνισμού και του αντισημιτισμού.

Ο ναζισμός μπόρεσε να αναπτυχθεί γιατί συνάντησε την ανοχή του κράτους και θεσμών όπως η δικαιοσύνη, ο στρατός και η εκπαίδευση. Τέλος, ο ναζισμός μπόρεσε να εδραιωθεί ως πολιτική δύναμη σε μια συγκυρία βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Η αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να αντιμετωπίσουν μια οικονομική κρίση που διέλυε την κοινωνία είχε ως συνέπειες αφενός να κλονιστεί το πλαίσιο του πολιτικού συστήματος που επέτρεπε τις συνεργασίες και αφετέρου να διοχετευθεί η κοινωνική δυσαρέσκεια και ο φόβος σε αντιδημοκρατικές δυνάμεις. Ίσως, τελικά το τελευταίο να είναι και το πιο σημαντικό. Στα τελευταία χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όλο και λιγότερες δυνάμεις πίστευαν στην αξία της δημοκρατίας, όλο και λιγότερες δυνάμεις ήταν διατεθειμένες να την υπερασπιστούν. Σε κάθε περίπτωση, μάλλον δεν είχαν καν αντιληφθεί το μέγεθος της απειλής που συνιστούσε ο Χίτλερ όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά για ολόκληρο τον κόσμο.

Το κείμενο είναι η εισήγηση του Πολυμέρη Βόγλη στο πλαίσιο των σεμιναρίων «Οι διαστάσεις της κρίσης και οι σημασίες τους»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου